Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Σε όλα τα Σχολεία, τιμή και δόξα στους ήρωες του 1940. Αυριο η μεγάλη παρέλαση

Επίκαιρο επετειακό άρθρο του Ακαδημαϊκού Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου
Το Σάββατο 28 Οκτωβρίου γιορτάζονται με μαθητική και Στρατιωτική παρέλαση στις 11.30 π.μ. στην οδό Δημοκρατίας τα 77 χρόνια από την Επέτειο του ΟΧΙ του 1940. Μαθητικές επετειακές εκδηλώσεις θα πραγματοποιηθούν σήμερα σε όλα τα σχολεία του Νομού......


Ως ελάχιστο φόρο τιμής και γνώσης για την επέτειο του ηρωϊκού ΟΧΙ δημοσιεύουμε σχετικό επετειακό άρθρ0 του Ακαδημαϊκού Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου.

Ο αγώνας εμπνέει την Τέχνη. Ξυλογραφία του
 Α. Τάσσου, (από το βιβλίο «Μαρτυρίες 41-44» των Κ.Ν. Χατζηπατέρα, και Φαφαλιού)
«Αρχαιόθεν ο βίος των Ελλήνων, στις εξαίσιες ώρες του, απαράμιλλες σε πνευματική μεγαλουργία και σε λυτρωτικό ηρωισμό, υπήρξεν ιστορικότατος και οικουμενικά ευεργετικός.
Ακόμη και στην εποχή μας το ελληνικό πνεύμα διέπει αφετηριακά τις εξορμήσεις του κυρίαρχου πολιτισμού της ανθρωπότητας. Και συμβαίνει επίσης να λαμπρύνουν, ακόμη και στον αιώνα μας, την Ιστορία της ανθρωπότητας καίρια κατορθώματα ηρωισμού των Ελλήνων, σωστικά της ελευθερίας των Εθνών.
Η επετειακά εορταζόμενη απόψε κραταιά ημέρα υποδοχής του πολέμου, 28η Οκτωβρίου 1940, επαληθεύει έκπαγλα τη γεραρή φήμη τραγικού μεγαλείου, σύνδρομου της ιστορίας των Ελλήνων.
Συνέβαλε η Ελλάς, στην αίσια έκβαση του πρώτου μεγάλου πολέμου του 20ού αιώνα και όχι μόνο με την ενεργό συμμετοχή της από το 1916 έως το 1918, αλλά ήδη και στην περίοδο από Αύγουστο 1914 έως Οκτώβριο 1915, με τη συγκράτηση της Βουλγαρίας σε κατάσταση ουδετερότητας και με τον εφοδιασμό της μαχόμενης Σερβίας σε πολεμικό υλικό διαμέσου της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Γεύγελης!
Προπάντων όμως η συμβολή της Ελλάδος στην αίσια έκβαση του δεύτερου μεγάλου πολέμου του 20ού αιώνα υπήρξε ιδιαίτερα κρίσιμη (βλ. Αλεξάνδρου Ι. Δεσποτόπουλου, Η συμβολή της Ελλάδας, στην έκβαση των δύο Παγκοσμίων Πολέμων (Εκδοτική Αθηνών, Έκδοση 2η, 1996).
Την 28η Οκτωβρίου 1940, η προοπτική της Ιστορίας, ήταν όσο ποτέ ζοφερή. Οι λαοί της Ευρώπης είχαν υποδουλωθεί ή φαίνονταν έτοιμοι να υποκύψουν στο φάσγανο της ακράτητης βίας. Η φυλετική αλαζονεία του προβαλλόμενου ως «λαού των κυρίων», δηλαδή της χλευαστικής του Δικαίου αυταρχικής πρωτοπορίας του, με την επίκληση αξιώσεων, απότοκων δήθεν του γεωπολιτικού δόγματος ή και της διαλεκτικής της Ιστορίας, οργίαζε με βαρύγδουπο ρυθμό θριάμβου. Η μείζων Γερμανία σάρωνε τα σύνορα των ηπειρωτικών επικρατειών, απειλούσε την υπόσταση της θαλασσοκράτειρας, προχωρούσε ακάθεκτη προς την κοσμοκρατορία, και προς την κοσμοϊστορική εγκαθίδρυση, όπως διακήρυχνε, καινούργιας εποχής, σφραγισμένης από το μεγαλείο του γερμανικού λαού και του εμπνευσμένου αρχηγού του.
Είναι και σήμερα συνταρακτικό το θέαμα της αλληλουχίας των γεγονότων, όσα οδήγησαν την ανθρωπότητα προς την αλλοφροσύνη εκείνη. Και είναι τραγικό δίδαγμα, η ολέθρια συνέπεια της αβελτηρίας των δυτικο-ευρωπαϊκών τότε κυβερνήσεων: της ηθικής ανοχής και της πολιτικής μυωπίας αντίκρυ στον ανερχόμενο εθνικοσοσιαλισμό, παρά τις διακηρυγμένες από τον ίδιο εγκληματικές προθέσεις του.
Η ψύχωση του αντικομουνισμού στην Ευρώπη του μεσοπολέμου παρέχει ίσως εξήγηση, πώς έγινε ώστε και πολύπειροι πολιτικοί της Αγγλίας αφέθηκαν να βαυκαλισθούν από την έωλη γνώμη, ότι η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία θα ήταν προπάντων προπύργιο ή και ανέξοδο στράτευμα στην υπηρεσία του αντικομουνισμού.
Κάποτε, ύστερ’ από τη ραγδαία υπερανάπτυξη των πολεμικών δυνάμεων της Γερμανίας, αλλά και από τις διαδοχικές υπολογισμένες, πολιτικο-στρατηγικές προκλήσεις του Χίτλερ, οι Δυτικές Δυνάμεις άρχισαν να κατανοούν το μέγιστο κίνδυνο. Αλλά και τότε οι αντιδράσεις τους υπήρξαν βραδύρρυθμες και υποτονικές.
Αποτέλεσμα, η ανετοιμασία τους σε οικτρό βαθμό, την 2α Σεπτεμβρίου 1939, όταν κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Επακόλουθο της ανετοιμασίας αυτής, η εξουθενωτική των κρατών και υποδουλωτική των λαών ακατάσχετη προέλαση της γερμανικής πολεμικής μηχανής τους πρώτους δέκα μήνες του πολέμου.
Επί τέσσερις μήνες, ύστερα, η Μεγάλη Βρετανία, μόνη εμπόλεμη προς τον Άξονα Βερολίνου – Ρώμης, αγωνιζόταν και αγωνιούσε, με πολύ μικρές ελπίδες να περισωθεί.
Στη ζοφερότατη αυτή ατμόσφαιρα της Ιστορίας σήμανε η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας του Ελληνικού λαού. Παρεμβλήθηκε τότε η άθλια επιδίωξη της φασιστικής Ιταλίας να κατακτήσει ελληνικά εδάφη. Και την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940 επίλεκτες μονάδες του ιταλικού στρατού παραβίαζαν τα βορειοδυτικά σύνορα της Ελλάδας.
Το πλήγμα ήταν βαρύτατο. Μόλις είχε συνέλθει ο ελληνικός λαός από την αιμορραγία των πολεμικών επιχειρήσεων των ετών 1916 έως 1922, και από τον συγκλονισμό της σφαγής και του διωγμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας το 1922.
Εξάλλου καθεστώς πολιτικής ανελευθερίας είχε από τις 4 Αυγούστου 1936 επιβληθεί στην Ελλάδα, με συνέπεια εύλογη τα συναισθήματα της μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού ή και ψυχρότητας και ακόμη εχθρότητας προς την τότε Κυβέρνηση.
Και όμως, αντίκρυ στην απρόκλητη επιδρομή του εχθρού, σφυρηλατήθηκε ακαριαία η εθνική ομοψυχία των Ελλήνων. Αποδείχθηκε τότε ο ελληνικός λαός ηθικά βαθύπλουτος και πολιτικά υπερώριμος: Φάνηκε ανενδοίαστος να εκπληρώσει ακέραια το ηθικό χρέος του, ως λαός προικισμένος με τα πρωτοτόκια της ελευθερίας, να προασπίσει δηλαδή την εθνική ελευθερία του μέχρις εσχάτων, και παράλληλα την πολιτική ελευθερία όλων των λαών της Οικουμένης. Ταυτόχρονα, έθεσε κάπως σε παρένθεση την πολιτική αντίθεσή του προς την τότε Κυβέρνηση, και αυθόρμητα πραγματοποίησε άρρηκτη ομοφροσύνη για την άμυνα του πάτριου εδάφους. Και υπήρξε η εθνική αυτή ομοφροσύνη ανεξαίρετη, χωρίς καμιά διαφωνία, και των πιο αντίθετων προς την Κυβέρνηση και των πιο σκληρά διωγμένων από την κυβέρνηση πολιτών είτε κομμάτων.
Ο σεβασμός εξάλλου προς την ιστορική αλήθεια επιβάλλει να τονισθεί ότι η Κυβέρνηση εκείνη της Ελλάδος την ώρα της επιδρομής του ιταλικού στρατού, ανταποκρίθηκε θετικά στις διαθέσεις του ελληνικού λαού. Ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, όταν αρνήθηκε να υποκύψει την αυγή της 28ης Οκτωβρίου στο Ιταλικό τελεσίγραφο, εξέφραζε την αταλάντευτη βούληση του ελληνικού λαού, σύμφωνη με τις υπαγορεύσεις της ηθικής κληρονομιάς του: μεστής από ηρωικές αρνήσεις υποταγής, άλλες στη διάσταση της Ιστορίας, υψωμένες στη σφαίρα του θρύλου, όπως του Λεωνίδα και του Παλαιολόγου και αμέτρητων άλλων ανδρών και γυναικών της αρχαίας και της νεότερης Ιστορίας του Ελληνισμού.
Επιβάλλεται να λεχθεί, επίσης, ότι η Κυβέρνηση εκείνη, πολλαπλά βλαπτική, με την καταπάτηση των ελευθεριών του λαού και τη διάλυση του πολιτικού βίου της Χώρας, δεν ολιγώρησε όμως για την ετοιμασία της άμυνας του Έθνους, παρά τις σφαλερές προκαταλήψεις της στρατηγικής της έως την απόβαση των Ιταλών στην Αλβανία. Η αμυντική πολιτική της ήταν στραμμένη, έως τότε, αποκλειστικά σχεδόν, προς την κατεύθυνση της Βουλγαρίας. Και στη σειρά προτεραιότητας μεταξύ οχυρώσεων και οπλισμού προτάχθηκαν οι οχυρώσεις. Η συνέπεια ήταν να μην επιδιωχθεί έγκαιρα και να μη συντελεσθεί ο εφοδιασμός των ενόπλων δυνάμεων με άρματα μάχης και αεροπλάνα. Εν τω μεταξύ, όμως, συνεχιζόταν αποδοτικά η εκπαίδευση οπλιτών και αξιωματικών, βελτιώθηκε η οργάνωση του Γενικού Επιτελείου και η διάρθρωση του Στρατού σε Μεγάλες Μονάδες και πραγματοποιήθηκαν προμήθειες ειδών πολεμικού υλικού, ενώ και υπήρχαν πολλά πυροβόλα προπάντων, τα περισσότερα μάλιστα κατάλληλα για ορεινά εδάφη, παραγγελμένα ιδίως στην περίοδο 1925 – 1926, όταν κυβερνούσε τη χώρα ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Το έθνος, άρα, στρατιωτικό - τεχνικά ήταν κάπως έτοιμο για τη μεγάλη δοκιμασία του 1940 – 1941, αλλά όχι όσο έπρεπε τότε προετοιμασμένο.
Από την Άνοιξη του 1939, Κυβέρνηση και Ηγεσία του στρατού άρχισαν να αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο ελληνο-ιταλικού πολέμου. Η Κυβέρνηση δεν παρέλειψε τα διπλωματικά διαβήματα για την αποτροπή του ή για την εξασφάλιση των καλυτέρων όρων διεξαγωγής του. Η Ηγεσία του στρατού επιχείρησε βελτίωση της πολεμικής ετοιμότητας, και ιδιαίτερα για την άμυνα της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.
Στις 7 Απριλίου 1939, όταν άρχιζε η απόβαση των Ιταλών στην Αλβανία, η Κυβέρνηση έδωσε εντολή στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου να εκφράσει τις εύλογες ανησυχίες της Ελλάδος προς την Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 9 Απριλίου ο Πρωθυπουργός γνωστοποίησε προς τον Πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας την απόφαση για μέχρις εσχάτων αντίσταση της Ελλάδος εναντίον επιδρομής των Ιταλών. Στις 10 Απριλίου ο Ιταλός επιτετραμμένος μετέφερε στον Έλληνα Πρωθυπουργό καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του Μουσουλίνι. Στις 13 Απριλίου, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία δήλωσαν ότι παρέχουν εγγυήσεις προς την Ελλάδα όπως και προς τη Ρουμανία. Στις 21 Αυγούστου 1939, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος είχε την ευκαιρία να διαβεβαιώσει προς τον Πρέσβυ της Ιταλίας, ότι, αν η Ιταλία επιχειρήσει να προσβάλει τα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδος, και προπάντων την εδαφική της ακεραιότητα, η Ελλάς θα υπερασπισθεί την τιμή της και το έδαφος της μέχρις εσχάτων.
Εν τω μεταξύ, και μέχρι τον Οκτώβριο 1940, βελτιώθηκε η κατάσταση προς την πολεμική ετοιμότητα με διάφορα μέτρα, όπως τα εξής: Δεν  απολύθηκαν οι κανονικά στρατευμένοι, αν και η θητεία τους έληγε, έγιναν προσκλήσεις εφέδρων αξιωματικών προς «μετεκπαίδευση» και προσκλήσεις αγυμνάστων προς εκγύμναση, επιτελέσθηκαν σποραδικές οχυρώσεις προς τα ελληνο-αλβανικά σύνορα, ζητήθηκε πολεμικό υλικό από τις εγγυήτριες δυνάμεις, χωρίς όμως αξιόλογη ανταπόκρισή τους, εκτός μόνο από 400 πολυβόλα και 200 οπλοπολυβόλα, όσα έστειλε η Γαλλία με προτροπή του αρχιστρατήγου της, και ακόμη, στους τελευταίους μήνες της περιόδου, επιστρατεύθηκαν με ατομικές προσκλήσεις, στρατιωτών και αξιωματικών, η 8η Μεραρχία Ιωαννίνων και η 9η Μεραρχία Κοζάνης, η φρουρά Κερκύρας και η 4η Ταξιαρχία πεζικού.
Ο συγκρατημένος αυτός, και όσο το δυνατόν αθόρυβος τρόπος της αμυντικής προετοιμασίας υπαγορεύθηκε από λόγους διπλωματικής διακριτικότητας, προς αποφυγή παροχής αφορμών στο Μουσολίνι, αλλά ίσως και από λόγους άλλους.
Ο ιταλός αρχιστράτηγος πίστευε στον κεραυνοβόλο πόλεμο και σχεδίασε την επίθεση του ιταλικού στρατού με στόχο άμεσο προπάντων να εισδύσει διαμέσου της Πίνδου, ώστε να καταλάβει σε δύο – τρεις ημέρες το Μέτσοβο και, αφού εξουδετερώσει την ελληνική 8η Μεραρχία στην Ήπειρο, να ξεχυθεί από το Μέτσοβο στην πεδιάδα της Θεσσαλίας, να φθάσει έως το Αιγαίο, να κόψει την Ελλάδα στα δύο και να ματαιώσει τη γενική επιστράτευσή της. Οι άριστα εξοπλισμένες και ασκημένες δυνάμεις του, με τη συνδρομή και της ισχυρής αεροπορίας του, δικαιολογούσαν την αισιοδοξία και την τόλμη του, καθώς μάλιστα οι αντίκρυ τους ελληνικές δυνάμεις, στην κρίσιμη πρώτη εβδομάδα τουλάχιστον, ήταν υποδεέστερες και σε αριθμό και σε οπλισμό.
Η διάταξη της ελληνικής άμυνας ήταν σε δύο μέτωπα: της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας· και υπήρχε το συνδετικό τους, ενδιάμεσα, μέτωπο της Πίνδου, όπου το Απόσπασμα Δαβάκη, με ανολοκλήρωτη ακόμη τη συγκρότησή του.
Η επίθεση των Ιταλών περιορίσθηκε στο μέτωπο της Πίνδου και στο μέτωπο της Ηπείρου.
Στο μέτωπο της Πίνδου η επίλεκτη μεραρχία των αλπινιστών Julia είχε τοπικές επιτυχίες τις πρώτες ημέρες, αλλά δεν κατόρθωσε να εκμηδενίσει το απόσπασμα Δαβάκη των μόλις 2.000 ανδρών και να καταλάβει έγκαιρα την καλυπτόμενη από αυτό περιοχή της Πίνδου. Γρήγορα έφθασαν οι πρώτες ελληνικές ενισχύσεις με σύντονες εξαντλητικές πορείες στη δύσβατη εκείνη περιοχή. Υπήρξε πολύτιμη και η συμπαράσταση ενεργά των αμάχων, που και φορτώθηκαν στους ώμους, οι γυναίκες προπάντων, και μετέφεραν έως τη γραμμή της μάχης, τα εφόδια των στρατιωτικών μονάδων. Επί επτά ημέρες η Μεραρχία Julia διατήρησε την επιθετική πρωτοβουλία της, επί τέσσερις ημέρες ακόμη αγωνίσθηκε αμυντικά επί τόπου, αλλά στις 7 Νοεμβρίου άρχισε ηττημένη τη σύμπτυξή της προς Κόνιτσα με ό,τι απέμεινε από τη δύναμή της.
Στο μέτωπο της Ηπείρου, οι επιθέσεις των Ιταλών αναπτύχθηκαν ευρύτερα. Η κυριότερη επίθεσή τους είχε στραφεί προς την οχυρωμένη θέση Ελέα. Παρά την υποστήριξη όμως της αεροπορίας με σφοδρούς βομβαρδισμούς των ελληνικών θέσεων, παρά τις επίμονες επανειλημμένες εξορμήσεις της θωρακισμένης Μεραρχίας των Κενταύρων και άλλων ιταλικών μεραρχιών, η Ελέα έμεινε απόρθητη. Αλλά και οι άλλες επιθετικές επιχειρήσεις των Ιταλών στην Ήπειρο έμειναν τελικά δίχως αποφασιστική επιτυχία. Οι αντεπιθέσεις των ελληνικών δυνάμεων υπήρξαν αποτελεσματικές. Αρίστευσε ιδιαίτερα, στην οχυρωμένη θέση Ελέα, το ελληνικό πυροβολικό, με την ευστοχία της βολής του, εναντίον και των αρμάτων μάχης.
Στις 13 Νοεμβρίου έληξε η πρώτη φάση του πολέμου. Οι επιδρομείς, εξαίρετοι πολεμιστές, με καρτερία και πειθαρχία σε βαθμό υψηλότατο, είχαν απωθηθεί από σχεδόν όλα τα σημεία του ελληνικού εδάφους. Η νίκη είχε στέψει τα ελληνικά όπλα στον πολυαίμακτο, δίκαιο αγώνα των ελλήνων στρατιωτών.
Ο ελληνικός λαός ανέπνευσε. Και μαζί του ανέπνευσαν οι λαοί και των άλλων χωρών της Ευρώπης.
Αγαλλίαση των αμάχων Ελλήνων στα μετόπισθεν, επάνω από την αγωνία για την τύχη των στρατευμένων ανδρών. Παρηγοριά και προσδοκία των υπόδουλων Ευρωπαίων. Χαιρετίσθηκε από αυτούς η πρώτη ήττα, όπως χαρακτηρίσθηκε, του περιβόητου Άξονος. Ταυτόχρονα, στα Χειρουργεία και στους σταθμούς επιδέσεως οι τραυματίες από τις μάχες υπέφεραν πόνους αφόρητους, και πολλοί νεαροί βλαστοί ελληνικών είτε ιταλικών οικογενειών είχαν απότομα χάσει τη ζωή τους. Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων στους πολέμους: πολυστέναχτη, θανατερή, αντιφατική.
Των Ιταλών οι απώλειες ήταν δραματικά θλιβερές, χωρίς καμία δικαίωση. Των Ελλήνων οι θυσίες έβρισκαν τουλάχιστον δικαίωση: από τις συνέπειές τους, σωστικές για την Ελλάδα, ευεργετικές για την ανθρωπότητα.
Πράγματι, σπουδαιότατες συνέπειες είχε ήδη η πρώτη αυτή φάση του ελληνο–ιταλικού πολέμου, ενταγμένου εξάλλου στη δυναμική του πολυεθνικού τότε πολέμου, του πιο καταστροφικού στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
Η άρνηση της Ελλάδος να υποταχθεί στον αήττητο Άξονα Ρώμης – Βερολίνου και η επακόλουθη απώθηση των επιδρομέων τις δύο πρώτες εβδομάδες του ελληνο–ιταλικού πολέμου υπήρξε ιστορικό γεγονός κρίσιμο. Ο άμεσος αντίκτυπός του ήταν όχι απλώς ηθικο–συναισθηματικός για τους υπόδουλος είτε υποδουλώσιμους λαούς, ως εγερτικό ξάφνιασμα και ως εμψυχωτικό μήνυμα: ήταν και πρακτικο-πολιτικά δραστικός, δηλαδή ως προς τις αποφάσεις και τάσεις των μη εμπόλεμων κρατών σχετικά με τον υπό εξέλιξη πολυεθνικό πόλεμο.
Ο ίδιος ο Χίτλερ σε επιστολή του προς το Μουσουλίνι, από 20 Νοεμβρίου ήδη του 1940, εκφράζει την εντύπωσή του για μεταβολή στη διεθνή κατάσταση, ώστε να εμφανίζεται απροθυμία πολλών κρατών να συμμαχήσουν με τον Άξονα, παρά τις διαφαινόμενες διαθέσεις τους έως τον Οκτώβριο.
Εξάλλου αξίζει να εξαρθεί η σωφροσύνη της ηγεσίας της Βουλγαρίας και η μη συμμόρφωσή της προς τις παραινέσεις του Ιταλού δικτάτορα να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδος με όλο τον όγκο του βουλγαρικού στρατού, κατά συγχρονισμό προς την Ιταλική επίθεση. Η έγκαιρη διαβεβαίωση του έλληνα πρέσβυ στη Σόφια, Παναγιώτη Πιπινέλη, για την αποχή της Βουλγαρίας από επιθετική ενέργεια εναντίον της Ελλάδας, βοήθησε καίρια για τη σκοπιμότερη διάταξη των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων και την ενίσχυση ιδιαίτερα του μετώπου Δυτικής Μακεδονίας.
Στις 14 Νοεμβρίου 1940, δεκαοκτώ ημέρες από την εισβολή, άρχισε η γενική αντεπίθεση του ελληνικού στρατού. Είχε ήδη ολοκληρωθεί η γενική επιστράτευση μια εβδομάδα ενωρίτερα του προβλεπόμενου χρόνου: κατόρθωμα ειδικότερα των ελλήνων σιδηροδρομικών, αλλά ένδειξη γενικότερα του φλογερού πατριωτισμού των Ελλήνων, εκδηλωμένου με τη μεγάλη προθυμία του λαού να προσφέρει τις υπηρεσίες του προς το μαχόμενο στράτευμα. Δεν ήταν μόνο οι γυναίκες της Πίνδου ηρωίδες του αγώνα εκείνου. Πλήθος άλλες γυναίκες, στις διάφορες περιοχές της Ελλάδος, και πλήθος άνδρες άμαχοι, πρόσφεραν ενθουσιαστικά τις υπηρεσίες τους για την ευόδωση του δίκαιου αγώνα.
Ο ελληνικός στρατός δεν είχε την πολύτιμη για τις επιθετικές επιχειρήσεις υποστήριξη αεροπορίας ισχυρής ούτε άρματα μάχης ούτε αρκετά μηχανοκίνητα οχήματα μεταφοράς ανδρών και εφοδίων. Ήταν υποχρεωμένος άρα να αποφεύγει μάλλον τις πεδινές περιοχές και να προτιμάει τις ορεινές τοποθεσίες για τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Και αυτό συνεπαγόταν βραδύτητα κινήσεων και δυσχέρεια εφοδιασμού. Παρά ταύτα, ύστερ’ από αλλεπάλληλες μάχες πολυαίμακτες, εναντίον εχθρού ολοένα ενισχυόμενου και στηριγμένου σε φυσικές οχυρές θέσεις ή και πρόσθετα οχυρωμένες, και υπό συνθήκες απαίσιου κλίματος με αφόρητο συχνά ψύχος, από τις 14 Νοεμβρίου 1940, έως τις 6 Ιανουαρίου 1941, ο ελληνικός στρατός κατόρθωσε να προελάσει βαθιά στη Βόρειο Ήπειρο: να καταλάβει περιοχές, σφραγισμένες με την παρουσία Ελλήνων από αιώνες, να βελτιώσει τις διαθέσιμες του γραμμές συγκοινωνίας, πολύτιμες για τον εφοδιασμό του και για το συντονισμό των ενεργειών του, να στερήσει τον εχθρό από θέσεις του οχυρές, βάσεις εξορμήσεως του σε μελλοντική του σφοδρότερη ακόμη επίθεση. Χρειάσθηκε όμως στις 6 Ιανουαρίου να σταματήσουν οι επιθετικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού, και ειδικότερα στο βόρειο και στο νότιο μέτωπο, καθώς προπάντων ο απάνθρωπος χειμώνας είχε συνέπειες εξουθενωτικές για τους έλληνες στρατιώτες οφειλόμενες και στην ανεπάρκεια της ελληνικής επιμελητείας. Πλήθος κρυοπαγημάτων αχρήστευαν πολλούς μαχητές, οι χιονοθύελλες ήταν απαγορευτικές για τη διατήρηση τοποθεσιών, κερδισμένων με πολλές απώλειες στρατιωτών και αξιωματικών, ενώ και συνέβαιναν θάνατοι από ψύξη στη διάρκεια των νυκτών.
Και όμως, ειδικά στο κέντρο του μετώπου, συνεχίσθηκαν οι επιθετικές επιχειρήσεις με σημαντικές επιτυχίες, αν και όχι αποφασιστικές, έως και τις 7 και 8 Μαρτίου.
Εν τω μεταξύ, είχαν συσσωρευθεί πολεμικά εφόδια και συγκεντρωθεί καινούργιες μονάδες του ιταλικού στρατού. Η πολεμική βιομηχανία της Ιταλίας και η άτυχη νεολαία της προμήθευαν στον ξέφρενο Ηγεμόνα της, ό,τι χρειαζόταν για να συνεχίζει τον πόλεμο, παρά την εισήγηση του δευτέρου Ιταλού αρχιστρατήγου να επιδιωχθούν διαπραγματεύσεις για ειρήνη. Στις αρχές Μαρτίου 1941, βρίσκονταν ήδη στο αλβανικό μέτωπο δυνάμεις του ιταλικού στρατού, πολλαπλάσιες των αρχικών: 25 μεραρχίες, 3 ειδικά συντάγματα πεζικού, 3 συντάγματα ιππικού, μέγας αριθμός πυροβόλων και αυτοκινήτων με άφθονα εφόδια και πυρομαχικά. Ο αντίκρυ του ελληνικός στρατός ήταν συνολικά 15 μεραρχίες, αλλά κουρασμένες, ταλαιπωρημένες και με σύνθεση ελαττωμένη από τις έως τότε απώλειες.
Το πρωί της 9 Μαρτίου, ύστερ’ από αεροπορικό πολυήμερο βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων, άρχισε, με παρουσία επί τόπου του Μουσολίνι, η περίφημη εαρινή επίθεση των Ιταλών, στην περιοχή ευθύνης του ελληνικού 2ου Σώματος στρατού. Από 9 έως 15 Μαρτίου, επί ολόκληρη εβδομάδα, η αεροπορία και το βαρύ πυροβολικό των Ιταλών με καταιγισμό πυρών επιδίωκε να συντρίψει τις θέσεις των Ελλήνων, ενώ το ιταλικό πεζικό με ατελείωτες διαδοχικές εξορμήσεις προσπαθούσε να εκτοπίσει τις ελληνικές μονάδες από τις θέσεις τους.
Η ακατάσχετη όμως αυτή με τρομακτική δύναμη επίθεση των Ιταλών εδέησε να διακοπεί στις 15 Μαρτίου. Το επιτελείο του ελληνικού 2ου Σώματος Στρατού είχε οργανώσει αμυντικά την τοποθεσία με βαθιά χαρακώματα και με διάταξη εύστοχη των πολυβόλων και των πυροβόλων. Οι κατάκοποι από τις κακουχίες του χειμώνα και απαυδημένοι από τη συνέχιση του πολέμου, ταπεινοί έλληνες στρατιώτες, ορθώθηκαν πάλι μονομιάς στην επίγνωση του υπέρτατου χρέους, όταν άρχισε η μεγάλη επίθεση του εχθρού. Άντλησαν από αστείρευτες πηγές καρτερίας, πέρα πολύ από τα όρια της κανονικής ανθρώπινης αντοχής, και κράτησαν τις θέσεις τους δίχως «ανάπνευση» ασάλευτοι από την επιθετική πλημμυρίδα των Ιταλών επί ολόκληρη εβδομάδα. Επαναλήφθηκε, με ολιγότερη σφοδρότητα έστω, η επίθεση των Ιταλών από 19 έως 25 Μαρτίου, αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία.
Και ήταν ολίγοι σχετικά οι Έλληνες αυτοί μαχητές. Όχι μόνο, οι μονάδες τους είχαν ελαττωμένη σύνθεση κατά 20 έως 30% από τις απώλειες των τεσσάρων ήδη μηνών του πολέμου, αλλά και δεν είχαν έλθει προς ενίσχυσή τους άλλες μονάδες από τον 1ο και 3ο Σώμα Στρατού, εκτός μόνο κάποιες μονάδες πυροβολικού.
Και υπήρξαν βαρύτατες οι απώλειες τους από τα φοβερά πυρά των Ιταλών. Αλλά και πάλι, όσοι επιζούσαν, πολυβολητές και απλοί τυφεκιοφόροι κατόρθωσαν την αναχαίτιση μέχρι τέλους των εφόδων του ιταλικού πεζικού, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους επιτεθέμενους και διενεργώντας ακόμη αντεπιθέσεις όπου ήταν ανάγκη, ενώ το ελληνικό πυροβολικό αρίστευε και τότε με την εύστοχη βολή του και αποδεκάτιζε τις επιτιθέμενες ιταλικές μονάδες.
Οι πολυαίματες αυτές μάχες του Μαρτίου 1941 υπήρξαν από τις τραγικότερες του πολέμου, προπάντων για τους Ιταλούς. Η στυγνή επιμονή προσωπικά του Μουσουλίνι για την επίθεση μέχρις εσχάτων, παρά τη γνώμη του Ιταλού τότε αρχιστρατήγου, κρεούργησε άλλη μια φορά τη νεολαία της Ιταλίας τόσο άδοξα και τόσο άδικα.
Στα βορειοηπειρωτικά βουνά, τέλη Μαρτίου 1941, οι πρώτες εαρινές πνοές φυσούσαν επάνω σε αποτρόπαιο τοπίο, σπαραγμένο από τον ορυμαγδό του πολέμου, ρημαγμένο από το όργιο του φόνου. Η νίκη των Ελλήνων είχε κερδηθεί, αλλά το ανθρώπινο τίμημα εκατέρωθεν υπήρξε βαρύτατο.
Με τις βαρύτατες, όμως, αυτές θυσίες, ή μάλλον και με αυτές, είχε ήδη τότε συντελεσθεί κρίσιμη συμβολή της Ελλάδος για την αλλαγή της πορείας του μεγάλου πολέμου, του προορισμένου σε οικουμενική σχεδόν ανάπτυξη. Ύστερα προπάντων από την πρώτη πέραν των ελληνικών συνόρων νίκη του ελληνικού στρατού με την κατάληψη της Κορυτσάς, η κοινή γνώμη σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, έπαυσε να πιστεύει στη μεγαλοσύνη του Μουσουλίνι και στη στρατιωτική μεγαλοδυναμία της Ιταλίας. Εξ άλλου, ισχυρές ιταλικές πολεμικές δυνάμεις, χερσαίες, εναέριες, θαλάσσιες, έμειναν εμπλεγμένες στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο και άρα δεν διατέθηκαν για τις πολεμικές επιχειρήσεις της βόρειας Αφρικής. Δεν υπήρξαν επίσης διαθέσιμα στους Ιταλούς και Γερμανούς για τις πολεμικές αυτές επιχειρήσεις τους, επί τόσους μήνες κρίσιμους, τα πολύτιμα ελληνικά λιμάνια και αεροδρόμια.
Οι Άγγλοι κέρδισαν τότε πολύτιμο χρόνο και διατήρησαν τη δυνατότητα να κρατήσουν την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η Γερμανία στερήθηκε από την εύκολη πρόσβαση προς τη διώρυγα του Σουέζ και προς τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, ή και προς τις νότιες παρυφές του Καυκάσου. Ο πατριωτισμός και η ευψυχία των Ελλήνων απέδωσε ήδη πολλαπλάσια και των πιο αισιόδοξων προσδοκιών.
Είναι δύσκολο να αποτιμηθεί, πόσα οφείλει το ελληνικό έθνος στα απλά τέκνα του λαού, τα ενταγμένα στον πολύμοχθο χερσαίο στρατό, αντίπαλο των ιταλών επιδρομέων. Αν όμως ο στρατός αυτός κράτησε το κύριο βάρος του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου και είχε την κύρια συμβολή στην ένδοξη έκβασή του, εξαίρετες υπηρεσίες πρόσφερε παράλληλα και το πολεμικό ναυτικό, αθόρυβα και ηρωικά, με άοκνη καθημερινή δράση, μεστή από κινδύνους, πολύτιμη για τις μεταφορές εφοδίων και ανδρών του στρατού, αλλά και με παράτολμες ενέργειες των υποβρυχίων του ή και των σκαφών του επιφανείας, παρά την απόλυτη υπεροπλία του εχθρού στη θάλασσα, όπως και στον αέρα. Αξιοθαύμαστες υπηρεσίες πρόσφερε στο δίκαιο εκείνο αγώνα του έθνους η αεροπορία επίσης. Ο μικρός αριθμός και οι τεχνικές ατέλειες των σκαφών της εξουδετερώνονταν από την επινοητικότητα και τον ηρωισμό των ανδρών της.
Εν τω μεταξύ, ενώ είχε παύσει να μαίνεται η θύελλα του πολέμου στη Βόρειο Ήπειρο, άλλα σύννεφα συσσωρεύοταν πυκνά στον ελληνικό ουρανό και προμήνυαν την έκσπαση κατακλυσμιαίας καταιγίδας. Πλησίαζε η έξοδος του δράματος για το χώρο της Ελλάδος, αδήριτη, συνταρακτική, εφιαλτική, αλλά κατ’ εξοχήν κρίσιμη για την εξέλιξη του πολέμου στο χώρο της Οικουμένης.
Η επιτυχία της ελληνικής άμυνας ενθάρρυνε τους αντίθετους προς τον Άξονα Γιουγκοσλάβους και συνέβαλε ώστε με πραξικόπημα στρατιωτικό να ανατραπεί στις 27 Μαρτίου η Κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας.
Οι Γερμανοί τότε, ανήσυχοι ήδη από την παράταση του Ελληνοϊταλικού πολέμου, αφού απέτυχε και η εαρινή επίθεση των Ιταλών, αποφάσισαν να προβούν στη σχεδιασμένη ως ενδεχόμενη εκστρατεία για τον ολικό έλεγχο του βαλκανικού χώρου, ώστε, πριν επιχειρήσουν την επίθεση εναντίον της Ρωσίας, να εξασφαλίσουν τη νότια πλευρά τους. Είχαν προσπαθήσει με διπλωματικές πιέσεις να αποσπάσουν την Ελλάδα, τη δοξασμένη τότε και στη συνείδηση του λαού τους, από κάθε σύμπραξη με τη Μεγάλη Βρετανία. Οι διπλωματικές όμως πιέσεις δεν τελεσφόρησαν, και την αυγή της 6ης Απριλίου 1941 ισχυρότατες μονάδες του γερμανικού στρατού και της γερμανικής αεροπορίας άρχισαν αιφνιδιαστικά πολυμέτωπη επίθεση εναντίον της Ελλάδος και ταυτόχρονα εναντίον  της Γιουγκοσλαβίας. Εναντίον της Ελλάδος κινητοποιήθηκαν τελικά δέκα μεραρχίες, άλλες θωρακισμένες άλλες μηχανοκίνητες και άλλες ειδικές για ορεινό αγώνα, και ακόμη αεροπορικές δυνάμεις πανίσχυρες. Ως πρόσχημα για την επίθεση εναντίον της Ελλάδος πρόβαλλε η Γερμανική Ηγεσία και προς τους γερμανούς στρατιώτες προς την Ελληνική τότε Κυβέρνηση την παρουσία βρετανικών στρατιωτικών μονάδων στο ελληνικό έδαφος.
Και πράγματι, είχαν ήδη αποβιβασθεί στην Ελλάδα μια θωρακισμένη Ταξιαρχία βρετανική, μία μηχανοκίνητη μεραρχία νεοζηλανδών και μία μεραρχία, μηχανοκίνητη επίσης, Αυστραλών, δυνάμεις δηλαδή ανεπαρκέστατες για την αντιμετώπιση της εισβολής των Γερμανών. Ο μικρός αυτός αριθμός των συμμαχικών ενισχύσεων, καθώς και τα σχέδια της άμυνας εναντίον των Γερμανών, ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού των ορθών προτάσεων του ελληνος αρχιστρατήγου και των διαφορετικών σχεδίων των βρετανών στρατηγών. Έστερξε άλλωστε, ο έλλην αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος τον επιζήμιον αυτόν συμβιβασμόν, κατά διαταγή του Βασιλέως και του Πρωθυπουργού, για να αποφευχθεί η ρήξη προς τη Μεγάλη Βρετανία.
Την αυγή της 6ης Απριλίου ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού βρισόνταν ακόμη στο ελληνο-ιταλικό μέτωπο. Οι διαθέσιμες Ελληνικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση της γερμανικής εισβολής ήταν ελάχιστες και πενιχρότατα εφοδιασμένες σε όπλα και πυρομαχικά. Υπήρχε όμως η οχυρωμένη γραμμή στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ενώ στα Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα δεν υπήρχε καμιά οχύρωση.
Οι Γιουγκοσλάβοι δεν κατόρθωσαν να συγκρατήσουν ούτε δύο ημέρες τη σφοδρότατη επίθεση των Γερμανών στο νότιο μέτωπό τους. Θωρακισμένες γερμανικές μονάδες, τη δεύτερη ήδη ημέρα του πολέμου, επέτυχαν να συντρίψουν τη γιουγκοσλαβική αντίσταση εκεί, ώστε να φτάσουν έως τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα. Το γιουγκοσλαβικό έδαφος μεταβλήθηκε παρευθύς από φίλο προς την Ελλάδα σε κρίσιμα εχθρικό.
Το πρωί της 8ης Απριλίου τα άρματα μάχης των Γερμανών πέρασαν τα αφύλακτα ελληνο-γιουγκοσλαβικά σύνορα και εισέδυσαν αθρόα στο ελληνικό έδαφος. Ο ελληνικός στρατός, ο αγκιστρωμένος ακόμη στο ελληνο-ιταλικό μέτωπο, κινδύνευε ήδη αμέσως να υπερκερασθεί. Έσπευσαν μονάδες της ελληνικής 19ης Μεραρχίας επί τόπου προς αντιμετώπιση της εισβολής, αλλά ύστερ’ από μάχη πολύωρη συνεχίσθηκε η προέλαση των Γερμανών με ραγδαίο ρυθμό προς Θεσσαλονίκη. Ο αγών στην περιοχή αυτή ήταν πολύ άνισος, και ήταν κρίσιμος για την τύχη της Ανατολικής Μακεδονίας, και όχι μόνο αυτής.
Εν τω μεταξύ, άλλες γερμανικές δυνάμεις του στρατού και της αεροπορίας είχαν εξαπολύσει επίθεση εναντίον της οχυρωμένης γραμμής στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Αεροπορία και βαρύ πυροβολικό σφυροκοπούσε τα ελληνικά οχυρά. Ειδικευμένο πεζικό εισορμούσε προς τις ελληνικές θέσεις και αλεξιπτωτιστές έπεφταν επάνω στις στέγες των οχυρών και χρησιμοποιούσαν δυναμίτιδα και φλογοβόλα και χειροβομβίδες καπνογόνες. Και δεν υπήρχαν επί τόπου ελληνικές στρατιωτικές μονάδες επιφανείας για να τους εξουδετερώσουν.
Και όμως η αντίσταση των Ελλήνων στην οχυρωμένη γραμμή συνεχιζόταν αποτελεσματικά επί τέσσερις ημέρες και τρεις νύχτες, με απώλειες μεγάλες των Γερμανών. Αλώθηκαν έξι οχυρά μόνο, ύστερα από αγώνα της φρουράς τους μέχρις εσχάτων. Απόρθητα παρέμεναν 18 οχυρά και την τέταρτη ημέρα του πολέμου. Επίσημη από 11 Ιουνίου 1941 γερμανική Έκθεση για τις μάχες των Οχυρών γράφει ότι αντίσταση τόσο επίμονη και τόσο βίαιη δεν είχαν συναντήσει πριν οι Γερμανοί σε κανένα θέατρο του πολέμου. Και πραγματικά στις μάχες αυτές πολλά οχυρά υπήρξαν μικρές Θερμοπύλες.
Στρατηγικά, όμως, η άμυνα των Οχυρών ήταν καταδικασμένη, αφότου οι Γερμανοί είχαν την 8η Απριλίου παραβιάσει τα ανοχύρωτα και αφύλακτα ελληνο-γιουγκοσλαβικά σύνορα και είχαν φθάσει την 9η Απριλίου στη Θεσσαλονίκη. Τότε μόνο και διατάχθηκαν οι πρόμαχοι των Οχυρών να σταματήσουν την αντίσταση, ύστερ’ από τη με τιμητικούς όρους συνθηκολόγηση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, επιβλημένη από αντικειμενική  αδυναμία για περαιτέρω αντίσταση.
Έμεναν τότε οι αντίκρυ στους Ιταλούς διαθέσιμες ελληνικές μεραρχίες στη Βόρειο Ήπειρο και δύο ελληνικές μεραρχίες στην Κεντρική Μακεδονία όπου και οι Βρετανικές μονάδες. Η δράση τους και η τύχη τους προσδιορίσθηκαν όχι μόνο από τη ραγδαία προέλαση των Γερμανών, ώστε να βρεθούν στα μετόπισθεν των ελληνικών μεραρχιών της Βορείου Ηπείρου, αλλά και από την άστοχη στρατηγική της βρετανικής ηγεσίας προπάντων. Υπήρξε το έωλο σχέδιο των Βρετανών για σύμπραξη Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων εναντίον των Ιταλών, με συνέπεια να προβεί ο ελληνικός στρατός και ύστερ’ από την επίθεση των Γερμανών σε επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών, και προπάντων να δοθεί η διαταγή προς σύμπτυξη της Στρατιάς Ηπείρου και της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας μόλις στις 12 Απριλίου, δηλαδή πολύ αργά πια, ώστε να είναι εφικτή η ένωσή τους με τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις της Κεντρικής Μακεδονίας και η συγκρότηση αμυντικής γραμμής στον Όλυμπο ή και στην Όθρυ. Αυτή και υπήρξε η κύρια αιτία, παράλληλα προς την παραλυτική, φονικότατη, δράση της γερμανικής αεροπορίας, για την κατάρρευση ολικά του μετώπου, ώστε οι Γερμανοί στις 27 Απριλίου να εισέλθουν στην πόλη των Αθηνών, αξιοπρεπέστατα ερημωμένη από τους κατοίκους της, κλεισμένους ερμητικά στις οικίες τους.
Παρά ταύτα, μεταξύ 10ης Απριλίου και 16ης Απριλίου, στη Δυτική Μακεδονία και στην Κεντρική Μακεδονία, ελληνικές δυνάμεις, ταλαιπωρημένες και διασπασμένες, πολέμησαν με γενναιότητα και αυτοθυσία τους Γερμανούς, σε μάχες πολύωρες, όπως στο Πισοδέρι, στα στενά της Κλεισούρας, στη διάβαση της Σιάτιστας, στο Άργος Ορεστικόν, στη δεξιά όχθη του Αλιάκμονα.
Υπήρξαν έξοχες εκδηλώσεις ηρωισμού στις άνισες αυτές μάχες, και ακόμη, σύνδρομες του ηρωισμού, αυτοκτονίες τιμής Ελλήνων Αξιωματικών. Με τις μάχες αυτές οι έλληνες στρατιώτες κατόρθωσαν μόλις να επιβραδύνουν κατά ολίγα εικοσιτετράωρα την προέλαση των Γερμανών προς νότο, χωρίς να επιτύχουν αναχαίτισή τους μεγαλύτερης διάρκειας, ώστε να φθάσουν οι μεραρχίες του βορειοηπειρωτικού μετώπου, και να συγκροτηθεί νέο μέτωπο νοτιότερα· με την επιβράδυνση αυτή όμως βοήθησαν καίρια τις βρετανικές δυνάμεις να υποχωρήσουν προς Θερμοπύλες και ύστερα προς Αττική, ώστε και να καταστεί δυνατή η αποχώρησή τους προς Κρήτη.
Εξάλλου, οι βρετανικές δυνάμεις αγωνίσθηκαν επίσης με καρτερία και γενναιότητα, σε διάφορες τοποθεσίες, και ιδιαίτερα στη θέση Κλειδί, συμπαραταγμένοι με ελληνικές μονάδες, και αργότερα μόνο στις Θερμοπύλες, σε αγώνα ήδη οπισθοφυλακής. Από τη θέση όμως Κλειδί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, ύστερ’ από ηρωική αντίσταση δύο σχεδόν ημερών, συμπτύχθηκαν πριν από την προγραμματισμένη ημέρα. Η πρόωρη αυτή σύμπτυξη υπήρξε η κύρια αιτία για την αδυναμία τελικά των ελληνικών μονάδων της περιοχής να κρατήσουν φραγμένες για τους Γερμανούς τις διαβάσεις Κλεισούρας, Βλάστης και Σιάτιστας. Ο έλεγχος όμως των διαβάσεων αυτών ήταν κρίσιμη προϋπόθεση για τη σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων του βορειο-ηπειρωτικού μετώπου και άρα για τη δημιουργία νοτιότερης γραμμής άμυνας εναντίον των Γερμανών. Η Στρατιά Δυτικής Μακεδονίας βρέθηκε τότε σε δεινή θέση και αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει. Οι Γερμανοί προχώρησαν και προς τα Γιάννινα, δοκιμασμένα ήδη από φονικότατους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Η αντίσταση και της Στρατιάς Ηπείρου ήταν αδύνατον πια να συνεχισθεί.
Αυτή ήταν η λεγόμενη κατάρρευση του μετώπου. Ο ένδοξος στρατός, νικητής, επί έξι μήνες σχεδόν και μέχρι τέλους, των Ιταλών, έπαυσε να υπάρχει ως συνταγμένο μαχητικό Σώμα. Η σίγηση όμως των όπλων του, όπως έγινε, δεν μείωσε την τιμή του και τη δόξα του.
Σ’ αυτό ήταν σύμφωνοι και οι Γερμανοί επιδρομείς. Θυμούμαι ζωηρά εξάλλου τη συγκινητική υποδοχή του λαού για τους άνδρες του διαλυμένου ήδη στρατού σε όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς έως και την Αττική. Μάς χειροκροτούσαν, παρά την κατάρρευση του μετώπου ως νικητές και τροπαιούχους.
Εν τω μεταξύ, η από 6 Απριλίου τραγωδία του ελληνικού στρατού, συνέχεια του «Έπους της Αλβανίας», δεν ίσχυσε να κάμψει το φρόνημα του ελληνικού λαού. Η Ελλάς, και ως κράτος και ως λαός, ουδέποτε συνθηκολόγησε. Η κυβέρνηση, και ο στόλος και η αεροπορία και όσοι πρόλαβαν από το στρατό, διέφυγαν στην Κρήτη, όπου έφτασε και το βρετανικό εκστρατευτικό Σώμα, δίχως το βαρύ οπλισμό του. Και όσοι από τους άνδρες του δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν τότε, διασώθηκαν από ελληνικές οικογένειες, παρά τον μέγιστο κίνδυνο του εγχειρήματος και διευκολύνθηκαν έπειτα να μεταβούν στην Κρήτη ή στη Μέση Ανατολή.
Και ακολούθησε η τελευταία φάση του έπους και της τραγωδίας της Ελλάδας εκείνης της περιόδου, η μάχη της Κρήτης. Δεν υπήρχε στη Μεγαλόνησο η Μεραρχία Κρήτης. Αντιμετώπισαν τους Γερμανούς, το βρετανικό εκστρατευτικό Σώμα, όσοι έφτασαν εκεί έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί, η Χωροφυλακή, ο ίδιος ο άμαχος πληθυσμός. Οι Γερμανοί κατόρθωσαν τελικά να καταλάβουν την Κρήτη, αλλά η νίκη τους υπήρξε πύρεια. Οι απώλειές τους σε νεκρούς, τραυματίες και αγνοουμένους ήταν κατ’ απολογισμό επίσημο των ίδιων 6.500 άνδρες και 350 αεροπλάνα, προπάντων όμως περιλάμβαναν πολλούς από το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών.
Πιθανότατα, οι απώλειες αυτών προπάντων είχαν συνέπεια να μη βοηθήσουν οι Γερμανοί το φίλιο προς αυτούς πραξικόπημα στο Ιράκ ή και να μην προβούν στις σχεδιασμένες επιχειρήσεις για κατάληψη του Γιβραλτάρ και της Μάλτας. Εξάλλου, η δράση των εθελοντών ελλήνων πολεμιστών για την άμυνα της Κρήτης, όπως χαρακτηρίστηκε από αρμόδιο βρετανό στρατηγό, υπήρξε άξια «να λογαριασθεί μεταξύ των πιο ευγενικών αξιομνημόνευτων γεγονότων της στρατιωτικής Ιστορίας».
Άρχιζε το θέρος του 1941 με το ελληνικό έδαφος ολόκληρο κατεχόμενο από τον εχθρό, ενώ η Ελλάς συνέχιζε τον πόλεμο πέραν από τον ελληνικό χώρο. Η αποστολή όμως της Ελλάδος για τη ματαίωση της καθολικής νίκης των Γερμανών και της απότοκής της υποταγής των λαών είχε ήδη ακέραια επιτελεσθεί. Ο πόλεμος στην Ελλάδα είχε και την κρίσιμη στρατηγική συνέπεια να καθυστερήσει πέντε εβδομάδες τουλάχιστον η επίθεση των Γερμανών εναντίον της Ρωσίας. Και η καθυστέρηση αυτή αποδείχθηκε μοιραία για τους Γερμανούς, σωτήρια για τους Ρώσους. Έχασαν οι Γερμανοί για ολίγες εβδομάδες την ευκαιρία να καταλάβουν τη σοβιετική πρωτεύουσα το 1941. Έκτοτε ο χρόνος άρχισε να τρέχει εναντίον τους. Αυτή υπήρξε η κορυφαία συμβολή της Ελλάδας στη λυτρωτική για την ανθρωπότητα έκβαση του μέγιστου εκείνου εξάχρονου πολέμου.
Το πολεμικό επτάμηνο 1940-1941 ο ελληνικός λαός βρέθηκε στο επίκεντρο των σφαδασμών της Οικουμένης, και αποκρίθηκε στην κλήση της Ιστορίας υπεραίσια, με το κατόρθωμα των στρατευμένων τέκνων να αντιρρυθμίσουν την πορεία του πολέμου.
Πριν αποχωρήσουμε από την εορταστική αυτή σύναξη, ας στρέψουμε τη σκέψη μας ευλαβικά προς τους ήρωες της εποποιίας εκείνης.
Αυτοί με την καρτερία τους και με τη θυσία τους όρθωσαν την Ελλάδα στην έπαλξη της Οικουμένης, φρουρό της Ελευθερίας της ανθρωπότητας. Ενταγμένοι στο μέγα όργιο της φρίκης, το σύμφυτο με τον πόλεμο έζησαν απέραντες ημέρες και νύχτες δοκιμασίας, ταγμένοι σε απάνθρωπο τοπίο, ταλανισμένοι από κακουχίες άφατες, εκτεθειμένοι στις άρπυτες του θανάτου, υποβλημένοι στις ερινύες του φόνου. Πολλοί από αυτούς έπεσαν τότε για πάντα, έχασαν πρόωρα τη συμμετοχή στο εξαίσιο θαύμα της ζωής και βύθισαν τις οικογένειές τους σε πένθος βαρύτατο. Ο αναλογισμός της μοίρας τους μεταρσιώνεται σε χώρο υπερβατικό, άχραντο από ανθρώπινες μικρότητες, όσο έχουμε γνήσια επίγνωση του κατορθωμένου με τη θυσία τους ηθικού τροπαίου, κρίσιμου για τη σωτηρία της ελευθερίας των εθνών.»
Σημ.: Ομιλία το 1999 του διαπρεπούς Ακαδημαϊκού ΚΩΝ/ΝΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών σε εκδήλωση της «Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού» 

πηγή:www.alithia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου